- ὀξύτης
- ὀξύτηςsharpnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀξυτήτων — ὀξύτης sharpness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτησι — ὀξύτης sharpness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτησιν — ὀξύτης sharpness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτητα — ὀξύτης sharpness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτητας — ὀξύτης sharpness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτητες — ὀξύτης sharpness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτητι — ὀξύτης sharpness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτητος — ὀξύτης sharpness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύτητα — η (Α ὀξύτης, ητος) [οξύς] 1. (για πράγματα και σχήματα) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού οξέος, τού αιχμηρού, αιχμηρότητα 2. το να είναι κάτι έντονο, ισχυρό («η οξύτητα τού ήχου») 3. η ξινάδα, το όξινο («τὴν ὀξύτητα τοῡ οἴνου», Θεόφρ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μισσυνή — μισσυνή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ὀξύτης παρά Χαλδαίοις» … Dictionary of Greek